Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

εξαντληθείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξαντλούμαι
  2. θα εξαντληθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξαντλούμαι