Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εξανάγκασε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
εξανάγκασε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
εξαναγκάζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
εξαναγκάζω