Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

εξανάγκασε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος εξαναγκάζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος εξαναγκάζω