εξαερίσετε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεξαερίσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξαερίζω
- θα εξαερίσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξαερίζω
εξαερίσετε