Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

εξαγνίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξαγνίζω
  2. θα εξαγνίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξαγνίζω