Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ενσκήψει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ενσκήπτω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ενσκήπτω
  3. θα ενσκήψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ενσκήπτω