ενοφθαλμίσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ενοφθαλμίσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ενοφθαλμίζω
- θα ενοφθαλμίσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ενοφθαλμίζω