Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ενοφθαλμίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ενοφθαλμίζω
  2. θα ενοφθαλμίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ενοφθαλμίζω