ενθρονίσουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαενθρονίσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ενθρονίζω
- θα ενθρονίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ενθρονίζω
ενθρονίσουν