ενδυναμώσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ενδυναμώσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ενδυναμώνω
- θα ενδυναμώσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ενδυναμώνω