Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ενδιαφερθώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ενδιαφέρομαι
  2. θα ενδιαφερθώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ενδιαφέρομαι