ενδιαφερθείς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ενδιαφερθείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ενδιαφέρομαι
- θα ενδιαφερθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ενδιαφέρομαι
ενδιαφερθείς