εμφωλεύσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
εμφωλεύσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εμφωλεύω
- θα εμφωλεύσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εμφωλεύω
εμφωλεύσουμε