Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

εμφιλοχωρήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εμφιλοχωρώ
  2. θα εμφιλοχωρήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εμφιλοχωρώ