Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εμπριμέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική imprimé[1]

  Επίθετο επεξεργασία

εμπριμέ άκλιτο

  • (για ύφασμα ή ρούχο) που είναι διακοσμημένο με πολύχρωμα σχέδια, συνήθως λουλουδιών

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εμπριμέ ουδέτερο άκλιτο

  • ύφασμα ή ρούχο διακοσμημένο με πολύχρωμα σχέδια, συνήθως λουλουδιών

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία