εμπριμέ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εμπριμέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική imprimé[1]
Επίθετο
επεξεργασίαεμπριμέ άκλιτο
- (για ύφασμα ή ρούχο) που είναι διακοσμημένο με πολύχρωμα σχέδια, συνήθως λουλουδιών
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεμπριμέ ουδέτερο άκλιτο
- ύφασμα ή ρούχο διακοσμημένο με πολύχρωμα σχέδια, συνήθως λουλουδιών
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ εμπριμέ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας