Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

εμποτίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος εμποτίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εμποτίζω
  3. θα εμποτίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εμποτίζω