Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

εμπιστευτώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εμπιστεύομαι
  2. θα εμπιστευτώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εμπιστεύομαι