εμπιστευτώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
εμπιστευτώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εμπιστεύομαι
- θα εμπιστευτώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εμπιστεύομαι
εμπιστευτώ