εμμείνει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
εμμείνει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος εμμένω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εμμένω
- θα εμμείνει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εμμένω