εμβολιάσουμε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεμβολιάσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εμβολιάζω
- θα εμβολιάσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εμβολιάζω
εμβολιάσουμε