Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ελπίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ελπίζω
  2. θα ελπίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ελπίζω