Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ελλιμενίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ελλιμενίζω
  2. θα ελλιμενίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ελλιμενίζω