ελεύθερη ζώνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
ελεύθερη ζώνη θηλυκό
- ο χώρος που είναι περιφραγμένος και φυλασσόμενος, εντός λιμένων, που διατίθεται ειδικά για τα εμπορεύματα από το εσωτερικό με προορισμό το εξωτερικό