ελευθερωθείς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ελευθερωθείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ελευθερώνομαι
- θα ελευθερωθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ελευθερώνομαι
ελευθερωθείς