Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ελευθερωθεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ελευθερώνομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ελευθερώνομαι
  3. θα ελευθερωθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ελευθερώνομαι