Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ελαφρώσετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ελαφρώνω
  2. θα ελαφρώσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ελαφρώνω