Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ελαφρώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ελαφρώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ελαφρώνω
  3. θα ελαφρώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ελαφρώνω