ελαφρώσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ελαφρώσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ελαφρώνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ελαφρώνω
- θα ελαφρώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ελαφρώνω