Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ελαττώσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ελαττώνω
  2. θα ελαττώσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ελαττώνω