εκχωρούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεκχωρούμαι
- παθητική φωνή του ρήματος εκχωρώ
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκχωρούμαι | εκχωρούμουν | θα εκχωρούμαι | να εκχωρούμαι | ||
β' ενικ. | εκχωρείσαι | εκχωρούσουν | θα εκχωρείσαι | να εκχωρείσαι | ||
γ' ενικ. | εκχωρείται | εκχωρούνταν | θα εκχωρείται | να εκχωρείται | ||
α' πληθ. | εκχωρούμαστε | εκχωρούμασταν εκχωρούμαστε |
θα εκχωρούμαστε | να εκχωρούμαστε | ||
β' πληθ. | εκχωρείστε | εκχωρούσασταν εκχωρούσαστε |
θα εκχωρείστε | να εκχωρείστε | εκχωρείστε | |
γ' πληθ. | εκχωρούνται | εκχωρούνταν | θα εκχωρούνται | να εκχωρούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκχωρήθηκα | θα εκχωρηθώ | να εκχωρηθώ | εκχωρηθεί | ||
β' ενικ. | εκχωρήθηκες | θα εκχωρηθείς | να εκχωρηθείς | εκχωρήσου | ||
γ' ενικ. | εκχωρήθηκε | θα εκχωρηθεί | να εκχωρηθεί | |||
α' πληθ. | εκχωρηθήκαμε | θα εκχωρηθούμε | να εκχωρηθούμε | |||
β' πληθ. | εκχωρηθήκατε | θα εκχωρηθείτε | να εκχωρηθείτε | εκχωρηθείτε | ||
γ' πληθ. | εκχωρήθηκαν εκχωρηθήκαν(ε) |
θα εκχωρηθούν(ε) | να εκχωρηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εκχωρηθεί | είχα εκχωρηθεί | θα έχω εκχωρηθεί | να έχω εκχωρηθεί | εκχωρημένος | |
β' ενικ. | έχεις εκχωρηθεί | είχες εκχωρηθεί | θα έχεις εκχωρηθεί | να έχεις εκχωρηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει εκχωρηθεί | είχε εκχωρηθεί | θα έχει εκχωρηθεί | να έχει εκχωρηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εκχωρηθεί | είχαμε εκχωρηθεί | θα έχουμε εκχωρηθεί | να έχουμε εκχωρηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε εκχωρηθεί | είχατε εκχωρηθεί | θα έχετε εκχωρηθεί | να έχετε εκχωρηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εκχωρηθεί | είχαν εκχωρηθεί | θα έχουν εκχωρηθεί | να έχουν εκχωρηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκχωρούμαι
|