εκχωματώσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
εκχωματώσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκχωματώνω
- θα εκχωματώσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκχωματώνω