Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

εκφυλιστείτε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκφυλίζομαι
  2. θα εκφυλιστείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκφυλίζομαι
  3. β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος εκφυλίζομαι