Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκτυλίγω < εκτυλίσσω (εκ + τυλίσσω)

  Ρήμα επεξεργασία

εκτυλίγω

  Μεταφράσεις επεξεργασία