εκτοπίσετε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεκτοπίσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκτοπίζω
- θα εκτοπίσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκτοπίζω
εκτοπίσετε