εκτεθεί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
εκτεθεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος εκτίθεμαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκτίθεμαι
- θα εκτεθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκτίθεμαι