Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκτέλεσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
εκτέλεσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
εκτελώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
εκτελώ