Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

εκραγώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκρήγνυμαι
  2. θα εκραγώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκρήγνυμαι