Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

εκπυρσοκροτήσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκπυρσοκροτώ
  2. θα εκπυρσοκροτήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκπυρσοκροτώ