εκπυρσοκροτήσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
εκπυρσοκροτήσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκπυρσοκροτώ
- θα εκπυρσοκροτήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκπυρσοκροτώ