εκπατριστώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
εκπατριστώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκπατρίζομαι
- θα εκπατριστώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκπατρίζομαι
εκπατριστώ