Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

εκπέμψει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος εκπέμπω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκπέμπω
  3. θα εκπέμψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκπέμπω