εκνευριστώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
εκνευριστώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκνευρίζομαι
- θα εκνευριστώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκνευρίζομαι
εκνευριστώ