εκλαϊκεύσουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεκλαϊκεύσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκλαϊκεύω
- θα εκλαϊκεύσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκλαϊκεύω
εκλαϊκεύσουν