Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

εκβαρβάρωσε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος εκβαρβαρώνω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος εκβαρβαρώνω