εκβαθύνομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
εκβαθύνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος εκβαθύνω
Κλίση επεξεργασία
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκβαθύνομαι | εκβαθυνόμουν(α) | θα εκβαθύνομαι | να εκβαθύνομαι | ||
β' ενικ. | εκβαθύνεσαι | εκβαθυνόσουν(α) | θα εκβαθύνεσαι | να εκβαθύνεσαι | (εκβαθύνου) | |
γ' ενικ. | εκβαθύνεται | εκβαθυνόταν(ε) | θα εκβαθύνεται | να εκβαθύνεται | ||
α' πληθ. | εκβαθυνόμαστε | εκβαθυνόμαστε εκβαθυνόμασταν |
θα εκβαθυνόμαστε | να εκβαθυνόμαστε | ||
β' πληθ. | εκβαθύνεστε | εκβαθυνόσαστε εκβαθυνόσασταν |
θα εκβαθύνεστε | να εκβαθύνεστε | (εκβαθύνεστε) | |
γ' πληθ. | εκβαθύνονται | εκβαθύνονταν εκβαθυνόντουσαν |
θα εκβαθύνονται | να εκβαθύνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκβαθύνθηκα | θα εκβαθυνθώ | να εκβαθυνθώ | εκβαθυνθεί | ||
β' ενικ. | εκβαθύνθηκες | θα εκβαθυνθείς | να εκβαθυνθείς | εκβαθύνσου | ||
γ' ενικ. | εκβαθύνθηκε | θα εκβαθυνθεί | να εκβαθυνθεί | |||
α' πληθ. | εκβαθυνθήκαμε | θα εκβαθυνθούμε | να εκβαθυνθούμε | |||
β' πληθ. | εκβαθυνθήκατε | θα εκβαθυνθείτε | να εκβαθυνθείτε | εκβαθυνθείτε | ||
γ' πληθ. | εκβαθύνθηκαν εκβαθυνθήκαν(ε) |
θα εκβαθυνθούν(ε) | να εκβαθυνθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εκβαθυνθεί | είχα εκβαθυνθεί | θα έχω εκβαθυνθεί | να έχω εκβαθυνθεί | ||
β' ενικ. | έχεις εκβαθυνθεί | είχες εκβαθυνθεί | θα έχεις εκβαθυνθεί | να έχεις εκβαθυνθεί | ||
γ' ενικ. | έχει εκβαθυνθεί | είχε εκβαθυνθεί | θα έχει εκβαθυνθεί | να έχει εκβαθυνθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εκβαθυνθεί | είχαμε εκβαθυνθεί | θα έχουμε εκβαθυνθεί | να έχουμε εκβαθυνθεί | ||
β' πληθ. | έχετε εκβαθυνθεί | είχατε εκβαθυνθεί | θα έχετε εκβαθυνθεί | να έχετε εκβαθυνθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εκβαθυνθεί | είχαν εκβαθυνθεί | θα έχουν εκβαθυνθεί | να έχουν εκβαθυνθεί |
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκβαθύνομαι
|