Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

εκατοστίσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκατοστίζω
  2. θα εκατοστίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκατοστίζω