εκατοστίσουμε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεκατοστίσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκατοστίζω
- θα εκατοστίσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκατοστίζω