εισπράξει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
εισπράξει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος εισπράττω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εισπράττω
- θα εισπράξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εισπράττω