εισκομίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εισκομίζω < αρχαία ελληνική εἰσκομίζω
Ρήμα
επεξεργασίαεισκομίζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εισκομίζω | εισκόμιζα | θα εισκομίζω | να εισκομίζω | εισκομίζοντας | |
β' ενικ. | εισκομίζεις | εισκόμιζες | θα εισκομίζεις | να εισκομίζεις | εισκόμιζε | |
γ' ενικ. | εισκομίζει | εισκόμιζε | θα εισκομίζει | να εισκομίζει | ||
α' πληθ. | εισκομίζουμε | εισκομίζαμε | θα εισκομίζουμε | να εισκομίζουμε | ||
β' πληθ. | εισκομίζετε | εισκομίζατε | θα εισκομίζετε | να εισκομίζετε | εισκομίζετε | |
γ' πληθ. | εισκομίζουν(ε) | εισκόμιζαν εισκομίζαν(ε) |
θα εισκομίζουν(ε) | να εισκομίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εισκόμισα | θα εισκομίσω | να εισκομίσω | εισκομίσει | ||
β' ενικ. | εισκόμισες | θα εισκομίσεις | να εισκομίσεις | εισκόμισε | ||
γ' ενικ. | εισκόμισε | θα εισκομίσει | να εισκομίσει | |||
α' πληθ. | εισκομίσαμε | θα εισκομίσουμε | να εισκομίσουμε | |||
β' πληθ. | εισκομίσατε | θα εισκομίσετε | να εισκομίσετε | εισκομίστε | ||
γ' πληθ. | εισκόμισαν εισκομίσαν(ε) |
θα εισκομίσουν(ε) | να εισκομίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εισκομίσει | είχα εισκομίσει | θα έχω εισκομίσει | να έχω εισκομίσει | ||
β' ενικ. | έχεις εισκομίσει | είχες εισκομίσει | θα έχεις εισκομίσει | να έχεις εισκομίσει | ||
γ' ενικ. | έχει εισκομίσει | είχε εισκομίσει | θα έχει εισκομίσει | να έχει εισκομίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εισκομίσει | είχαμε εισκομίσει | θα έχουμε εισκομίσει | να έχουμε εισκομίσει | ||
β' πληθ. | έχετε εισκομίσει | είχατε εισκομίσει | θα έχετε εισκομίσει | να έχετε εισκομίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εισκομίσει | είχαν εισκομίσει | θα έχουν εισκομίσει | να έχουν εισκομίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία εισκομίζω
|