εισακούσουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεισακούσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εισακούω
- θα εισακούσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εισακούω
εισακούσουν