εισακούσετε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεισακούσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εισακούω
- θα εισακούσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εισακούω
εισακούσετε