Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ειρωνευτούν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ειρωνεύομαι
  2. θα ειρωνευτούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ειρωνεύομαι