εικονογραφήσω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεικονογραφήσω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εικονογραφώ
- θα εικονογραφήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εικονογραφώ
εικονογραφήσω