εική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εική < εἰκῇ (επίρρημα της αρχαίας ελληνικής) < ἐ(Ϝ)εκῇ < ἑκών, άρα το εἰκῇ θα είχε αρχικά τη σημασία "κατά βούληση, κατά τη θέληση κάποιου"
Επίρρημα επεξεργασία
εική
Μεταφράσεις επεξεργασία
εική
|